…και το ψηφιακό του ημερολόγιο.

Να μην ξεχάσω…

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο
ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες.
Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού
αδερφάκι του σύννεφου!

Κοντά σου είδες ν’ ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο,
άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι.
Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες,
τα πιο χρωματιστά.
Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου,
ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο
και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη,
το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς,
το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου
αλλά και τ’ αγριοχαμόγελο.
Σε μεγάλους χτύπους δέντρων.
Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς
εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα.
Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού,
εκεί που τ’ άστρα προμηνούν τη θύελλα.

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο
χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο.
Παντελονάκι αέρινο,
στήθος του βράχου κρίνο του νερού.
Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

Ο. Ελύτης

Der Himmel über Berlin (Wim Wenders)

(απόσπασμα από την ταινία “Τα φτερά του έρωτα”) 

“Οταν το παιδί
ήταν παιδί…

…περπατούσε
με τα χέρια ανοιχτά.

‘Ηθελε το ρυάκι να’ναι ποτάμι,
το ποτάμι, χείμαρρος…
…κι η λιμνούλα, θάλασσα.

‘Οταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί.

‘Ολα ήταν γεμάτα ζωή
κι η ζωή ήταν μία.

‘Οταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε γνώμη για τίποτα.

Δεν είχε συνήθειες, καθόταν
οκλαδόν, έτρεχε…

…είχε τσουλούφι
στα μαλλιά…
…και δεν έκανε γκριμάτσες
όταν το φωτογράφιζαν.

Κοίτα!

Η παρηγοριά τού να σηκώνεις
το κεφάλι εδώ έξω…
Η παρηγοριά τού να
βλέπεις χρώματα…
…φωτισμένα απ’τον ήλιο,
στα μάτια των ανθρώπων…

Επιτέλους, τρελή,
επιτέλους, όχι πια μόνη.
Επιτέλους, λυτρωμένη!
Επιτέλους, τρελή,
επιτέλους, ήσυχη!

Δεν έχει τίποτα η ΤV.
Σκοντάφτεις στα χρώματα
και είσαι ασυνεπής…

Κι εσύ απλώς προσποιείσαι.
Να χαίρεσαι που σε ξέχασαν.
Είσαι ελεύθερος.

Τι θ’απογίνει ο μικρός?
Μόνο τη μουσική σκέφτεται.
Τι θέλει τώρα?
Του αγόρασα κιθάρα.
Τώρα θέλει ντραμς.
Τελικά, τα βαρέθηκα αυτά…
Δε θα μεγαλώσει ποτέ?
Βαρέθηκα. Δε μπορώ
να τον βοηθήσω άλλο…
Δεν εκπλήσσομαι.
Μόνο ροκ έμαθε στη ζωή του.
‘Ισως κάποτε βρει
τον εαυτό του.

‘Οταν το παιδί ήταν παιδί…
…ήταν η ώρα
αυτών των ερωτήσεων…

Γιατί είμαι εδώ
και όχι εκεί?
Πότε άρχισε ο χρόνος?
Πού τελειώνει το διάστημα?
Δεν είναι η ζωή κάτω
απ’τον ήλιο ένα όνειρο?
Αυτό που βλέπω,
ακούω και μυρίζω…
…δεν είναι αντανάκλαση
του κόσμου πριν τον κόσμο?
Υπάρχει το κακό
και οι κακοί άνθρωποι?
Πώς εγώ, που τώρα υπάρχω…
…δεν υπήρχα πριν υπάρξω?
Πώς κάποτε εγώ,
που είμαι εγώ…
…δε θα είμαι πια εγώ?”